ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
ΑΘΗΝΑ 2003
ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΗ
Α. ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ ΑΓΓΕΛΟ
Αν ήμουν σκιά…
Να λοιπόν η νόσος .
Το λυκαυγές μου.
Πίσω από τα χνάρια σου ,
ένα βήμα.
Περνώ τα σύνορα εντός μου.
Πατέρα.
Φωνές.
Κοντά στους τάφους.
Εκεί.
Οι ζωντανοί λες και ζουν ακόμα.
-Μη σαλεύεις.
Όποιος κι αν είναι θα φανεί.
Χάθηκε μετέωρος.
Σύντομα και εγώ
εκεί θα εισχωρήσω.
Ενώπιον μου,
το άσυλο που καλείται αιωνιότητα.
Μα τι ακούς;
-Σσσ…Εδώ ήταν ένας ουρανός.
Όπως κάποτε σταμάτησε,
έτσι και τώρα.
Βλέπω τα μαρτύρια του
και τη νύχτα.
Ζει ακόμα.
Εμείς, θέλω να πω.
Μα δες. Αυτός δεν είναι;
-Δεν ξέρω.
Μπορείς να εμπιστευτείς μια λάμψη;
Δεν λογαριάζω οργή δαιμόνων.
Όμως εξαιτίας του,
ανέβαλα τη μέλλουσα ζωή.
Άλλης γενιάς θνητός.
Χωρίς αγοραστή ακόμα.
Β. VERITATIS INDAGATIO PER TORMENTUM*
* Η ΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΑΠΟΣΠΩΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Έλα,
να φτιάξουμε μια θύελλα.
Ώσπου να ξυπνήσουν
οι ίσκιοι των φυλάκων,
το αποθανείν κέρδος.
Από της στάχτης τη γαλήνη,
ξυπνούν ψυχές.
Πιάσου γερά μη σε γκρεμίσουν.
Κι εσύ,
τι περιμένεις λεύτερο σκυλί;
Εμπρός.
Άρχισε.
Μια νύχτα εκείνου του ανάπηρου έτους,
είχα οδοιπορήσει ενάντια στον άνεμο.
Διορισμένος,
όπως στους πολέμους,
βαρέθηκα τους ουράνιους θριάμβους.
Άφησα τη Σίβυλλα να καίγεται στα βράχια
και γλίστρησα κοντά σου.
Έχω εντολή στον Άδη να σε ξεναγήσω.
Άπλωσε το χέρι.
Κράτα με καλά.
Κανείς δεν ξέρει με τέτοιες σκάλες …
Ε, εσείς.
Μείνετε κοντά μου.
Ποιος βρίσκει τέτοια ώρα άλλους θεατές.
Και μην ξεχνάς.
Ανέλαβες να ζωντανέψεις τα νεκρά μου μέλη.
Τι άλλο θα μπορούσε να σώσει
τα φτερά των αγγέλων;
Τις νύχτες στα βαλτόνερα,
τα αλείφουν με μανία.
Πατέρα.
Μη μου στερείς αυτόν τον Άδη.
Κράτα το φως ψηλά,
για να τον βλέπω.
Έρημος,
δίπλα σε σκιές,
στα σκληρά εδώλια της Λήθης.
Αυτούς τους σκόρπιους τάφους
ποιος τους άνοιξε;
Δαιμονισμένοι,
ονόματα ασώματα,
σταυρώθηκαν δίδυμες υπάρξεις,
γύρω από νεφέλες απείθαρχων.
Πλάι σε ήχους θαμμένους,
αυτές οι γκρεμισμένες ψυχές
κάτι θυμίζουν.
-Μια αστυνομία των ουράνιων σωμάτων.
Να τι χρειαζόμαστε αμέσως.
Αυτή τη σάρκα πάρτην πίσω.
Όσο κι αν προσπαθώ δεν μου χωράει.
Διαλέγω τώρα να πεθάνω δυσειδής.
Ως άφρων υπηρέτης της αβύσσου ,
ακολουθώ τις στρατιές των ασωμάτων .
Είναι φανερό ότι όλα έγιναν εν απουσία μου.
Οι λέξεις,
τα πράγματα,
το λευκό εντέλει μιας γυναίκας.
Γ. ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ενώπιον μου η σύντηξη των ψυχών.
Τώρα που σαλεύω πάλι,
με λέπια που φυτρώνουν ξαφνικά,
βασιλιάς πάνω στα νερά
να περιπαίζω τους αγγέλους.
Μνήμες ερπετά ,
να ξεδιψάσουν αναζητούν
από τα ύστατα υγρά του σώματος μου.
Αυτός ο Πατέρας μου κλέβει την ανάσα
ή μήπως ο δόλιος νεκρός Εμπεδοκλής;
Καθώς η δίψα μεγαλώνει,
ο ουρανός προσέρχεται αυτοβούλως.
Μια σκουριά του ύπνου
ο θάνατος των ψαλμών.
Και ξανά η μάνα του καταλόγου.
Ποιος ουρανός είναι αυτός ;
Έπαψα πια να βλέπω.
Όπως οι πάσχοντες
διατηρούν την ενοχή της μεσημβρίας…
δέξου σκιά το ολοκαύτωμα μας.
Δ. ΜΙΚΡΟΣ ΑΙΩΝ
Μικρός αιών
σκιρτούσε στις πέτρες
γκρίζου ερειπίου.
Θεός ήταν
διαλέγει τώρα να πεθάνει.
Όλους αυτούς με τις πληγές
η επιστήμη τους κοιτά σαν ίσκιους.
Έκραξε :
-“Μην αποστρέφεις.
Οι αστέρες με εκδίωξαν
και οι δούλοι
μου μετρούν τις ώρες.”
“Ποτέ δεν πρέπει
να κοιτάς τα Σεραφείμ
τέτοιες στιγμές.”
Φύση ορατή.
Ο ουρανός τον συνέλαβε
στην απογραφή του.
Ονειρεύτηκε τη Ρώμη.
Όμως του είπαν,
δεν υπήρξε ποτέ.
Μόνο ένα canto.
Η υγρασία των ερειπίων Της
έκανε τους στίχους του
να μουσκεύουν.
Ε. ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ
Δέστε.
Ο γυάλινος κόσμος θρυμματίζεται.
Ο Κήπος λείπει
και η μαύρη λίθος του κακού
διαπυείται.
Ένα γένος νύχτες,
χύνεται αιμορραγώντας.
Το πυρ ετοίμασα
και τους αγγέλους του.
Πλουτοδότες Άγιοι.
Θίασοι επιχθόνιοι
της Κόλασης.
Βάζουν το χέρι τους στο στόμα.
Κλείνουν την κόκκινη πληγή
που μοιάζει με ζώο.
Άφυλα όντα,
διαστέλλονται.
-Είσαι τρεις.
Είμαστε τρεις.
Γιατί δεν μας ευλογείς;
Leave a Reply